- αναγνωσματογράφος
- οαυτός που γράφει αναγνώσματα στις εφημερίδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναγνωσματογράφος — ο, η αυτός που γράφει αναγνώσματα (μυθιστορήματα κ.λπ.) σε εφημερίδες ή περιοδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα τος + γραφος*] … Dictionary of Greek
ανάγνωσμα — το (Α ἀνάγνωσμα) 1. ανάγνωση, διάβασμα 2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα) 3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία νεοελλ. 1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν … Dictionary of Greek